- προσείδω
- Α(μόνο το μέσ.) προσείδομαιείμαι όμοιος με κάποιον («μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται» — μοιάζει πάρα πολύ με τους βοστρύχους εκείνου, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + εἴδομαι «μοιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.